- λαδόχαρτο
- το1. διάφανο χαρτί για αντιγραφή σχεδίων.2. αδιάβροχο χαρτί περιτυλίγματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαδόχαρτο — το 1. χαρτί αδιάβροχο στο λάδι, κατάλληλο για περιτύλιγμα τροφίμων 2. χαρτί που γίνεται διαφανές με επάλειψη λαδιού και τερεβινθίνης και χρησιμοποιείται για αντιγραφή σχεδίων … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… … Dictionary of Greek
λαδόκολλα — η 1. χαρτί αδιάβροχο στο λάδι, κατάλληλο για τύλιγμα φαγητών, λαδόχαρτο 2. φρ. «τόν τύλιξα σε μια λαδόκολλα» τόν έπεισα να ακολουθήσει τη δική μου γνώμη, τόν παρέσυρα … Dictionary of Greek